μικροσταθμός

μικροσταθμός
ο
(ηλεκτρ.) υδροηλεκτρικός σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, με ισχύ μικρότερη τών 2 μεγαβάτ, ο οποίος επιτρέπει την αξιοποίηση μικρού μεγέθους υδατοπτώσεων στους ποταμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”